Η λέξη "desgaste" είναι ουσιαστικό.
/dɛsˈɡaste/
Η λέξη "desgaste" αναφέρεται στη διαδικασία φθοράς ή εξάντλησης προϊόντων, υλικών ή ακόμα και δυνάμεων λόγω της χρήσης ή της πάροδου του χρόνου. Χρησιμοποιείται σε ποικίλους τομείς, όπως στην οικονομία (σχετικά με την απαξίωση), τη μηχανική (σχετικά με την κατάσταση των μηχανών) και την ιατρική (σχετικά με την εξάντληση του οργανισμού). Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, τόσο προφορικά όσο και γραπτά.
Η λέξη "desgaste" χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις και επαγγελματικά κείμενα. Η ποσότητα χρήσης της ποικίλλει ανάλογα με το συμφραζόμενο, αλλά γενικά είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτά τεχνικά ή επιστημονικά έγγραφα.
La maquinaria sufre desgaste por el uso constante.
(Η μηχανή υφίσταται φθορά λόγω της συνεχούς χρήσης.)
El desgaste emocional puede afectar la salud mental.
(Η συναισθηματική εξάντληση μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.)
El desgaste de los zapatos es normal con el tiempo.
(Η φθορά των παπουτσιών είναι φυσιολογική με τον χρόνο.)
Στα ισπανικά, η λέξη "desgaste" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις φθοράς ή εξάντλησης.
El constante estrés en el trabajo puede llevar a sufrir un desgaste emocional.
(Η συνεχής πίεση στη δουλειά μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική φθορά.)
Causar desgaste
(Προκαλώ φθορά.)
La falta de sueño puede causar desgaste en el cuerpo.
(Η έλλειψη ύπνου μπορεί να προκαλέσει φθορά στο σώμα.)
Desgaste físico
(Φυσική εξάντληση.)
Η λέξη "desgaste" προέρχεται από το ρήμα "desgastar", που σημαίνει "να φθείρεις" ή "να εξαντλήσεις". Το "des-" είναι ένα πρόθεμα που υποδηλώνει αντίθεση, ενώ το "gastar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vastare", που σημαίνει "να σπαταλήσω" ή "να δαπανήσω".
Συνώνυμα: - agotamiento (εξάντληση) - deterioro (καταστροφή)
Αντώνυμα: - conservación (διατήρηση) - fortalecimiento (ενίσχυση)