名词
/dɛsˈɡɾasjə/
Η λέξη "desgracia" αναφέρεται σε ένα κακό ή δυσάρεστο γεγονός που προκαλεί πόνο, θλίψη ή οδύνη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια ατυχία ή ένα θλιβερό συμβάν στη ζωή κάποιου. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συχνά αναφερόμενη σε προσωπικές καταστάσεις ή περιστατικά.
La desgracia nos golpeó a todos en la familia.
(Η δυστυχία μας χτύπησε όλους στην οικογένεια.)
No puedo soportar más desgracias en mi vida.
(Δεν μπορώ να αντέξω περισσότερες δυστυχίες στη ζωή μου.)
Η λέξη "desgracia" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
A causa de una desgracia, tuvimos que cancelar el viaje.
(Εξαιτίας μιας ατυχίας, αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε το ταξίδι.)
Estar en desgracia
(Να βρίσκεσαι σε ατυχία)
Desde que perdió su trabajo, está en desgracia.
(Από τότε που έχασε τη δουλειά του, είναι σε ατυχία.)
Cargar con una desgracia
(Να φέρεις μια ατυχία)
Η λέξη "desgracia" προέρχεται από το λατινικό "disgratia", που σημαίνει "έλλειψη χάριτος". Το "des-" είναι πρόθεμα που δηλώνει άρνηση ή απουσία, και το "gracia" σημαίνει "χάρη" ή "ευγένεια".
Συνώνυμα: - infortunio (ατυχία) - calamidad (καταστροφή) - desventura (ατυχία)
Αντώνυμα: - fortuna (τύχη) - felicidad (ευτυχία) - éxito (επιτυχία)