deshacer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

deshacer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Deshacer είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/dez.aˈθeɾ/ (στην Ισπανία) ή /dez.aˈsɛɾ/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Deshacer σημαίνει να καταργήσεις, να ακυρώνεις ή να κάνεις κάτι να επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένων των καθημερινών συνομιλιών, της τεχνολογίας και των νομικών διαδικασιών. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesito deshacer este nudo en el hilo.
    (Πρέπει να ακυρώσω αυτό τον κόμπο στο νήμα.)

  2. No puedo deshacer lo que hice.
    (Δεν μπορώ να αναστρέψω αυτό που έκανα.)

  3. Vamos a deshacer nuestro acuerdo.
    (Θα ακυρώσουμε τη συμφωνία μας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη deshacer χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συνήθως συνδέονται με την έννοια της ακύρωσης ή αποδόμησης.

  1. Deshacer entuertos
    (Αναστρέφω αδικίες.)
    Αυτή η φράση σημαίνει να διορθώσεις αδικίες ή λάθη.

  2. Deshacer malentendidos
    (Αναστρέφω παρεξηγήσεις.)
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να διαλύσει μια παρεξήγηση.

  3. Deshacer los planes
    (Καταργώ τα σχέδια.)
    Χρησιμοποιείται όταν αλλάζεις ή ακυρώνεις σχέδια που είχαν ήδη γίνει.

  4. Deshacer la maldad
    (Αναστρέφω το κακό.)
    Σημαίνει να προσπαθήσεις να αποκαταστήσεις μια κατάσταση που έχει προκληθεί από κακές προθέσεις ή ενέργειες.

  5. Deshacer el daño
    (Αναστρέφω τη ζημιά.)
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να διορθώσει ή να αποκαταστήσει τη ζημιά που έχει γίνει.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη deshacer προέρχεται από το σύνθετο "des-" (ένδειξη αρνητικότητας ή κατάργησης) και "hacer" (κάνω). Έτσι, η έννοια της λέξης είναι η αντίθετη της πράξης του «κάνω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - anular (ακυρώνω) - revertir (αναστρέφω) - cancelar (καταργώ)

Αντώνυμα: - hacer (κάνω) - completar (ολοκληρώνω) - construir (χτίζω)



22-07-2024