Το "deshacerse" είναι ρήμα.
/dɛs.aˈθeɾ.se/
Η λέξη "deshacerse" σημαίνει "να απαλλαγείς από κάτι" ή "να ξεφορτωθείς κάτι". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να απομακρύνεις ή να εγκαταλείπεις ένα αντικείμενο, μία κατάσταση ή μια ευθύνη. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ποικίλες καταστάσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ίση συχνότητα.
Es importante deshacerse de las cosas que ya no necesitas.
Είναι σημαντικό να ξεφορτωθείς τα πράγματα που δεν χρειάζεσαι πια.
Ella decidió deshacerse de todos sus miedos.
Αυτή αποφάσισε να απαλλαγεί από όλους τους φόβους της.
Tienes que deshacerte de ese viejo sofá.
Πρέπει να ξεφορτωθείς αυτόν τον παλιό καναπέ.
Η λέξη "deshacerse" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Deshacerse de la carga
Να απαλλαγείς από το βάρος.
Es necesario deshacerse de la carga emocional para vivir en paz.
Είναι απαραίτητο να απαλλαγείς από το συναισθηματικό βάρος για να ζήσεις με ειρήνη.
Deshacerse de los problemas
Να ξεφορτωθείς τα προβλήματα.
A veces, es difícil deshacerse de los problemas de la vida.
Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεφορτωθείς τα προβλήματα της ζωής.
Deshacerse de los negativos
Να απαλλαγείς από τους αρνητικούς.
Es importante deshacerse de los negativos y rodearse de personas positivas.
Είναι σημαντικό να απαλλαγείς από τους αρνητικούς και να περιβάλλεσαι από θετικούς ανθρώπους.
Deshacerse del pasado
Να απαλλαγείς από το παρελθόν.
Hay que deshacerse del pasado para poder avanzar.
Πρέπει να απαλλαγείς από το παρελθόν για να μπορέσεις να προχωρήσεις.
Η λέξη "deshacerse" προέρχεται από την ισπανική πρόθεση "des-" που δηλώνει απομάκρυνση ή διακοπή και το ρήμα "hacer" που σημαίνει "να κάνω". Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει τη διαδικασία του να κάνεις κάτι να εξαφανιστεί.
Συνώνυμα:
- librarse
- desprenderse
- despojarse
Αντώνυμα:
- conservar
- mantener
- guardar