Το "desharrapado" είναι επίθετο.
/des.a.raˈpa.ðo/
Η λέξη "desharrapado" περιγράφει κάτι που είναι ακατάστατο, γυμνό ή εκτεθειμένο. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους, αντικείμενα ή καταστάσεις που ελλείπουν από κάποια κάλυψη ή προστασία. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, και συνήθως εμφανίζεται σε γραπτό πλαίσιο.
El campo estaba desharrapado después de la tormenta.
Το χωράφι ήταν μη καλυμμένο μετά την καταιγίδα.
Los árboles estaban desharrapados tras el invierno.
Τα δέντρα ήταν γυμνά μετά το χειμώνα.
No me gusta vivir en un lugar desharrapado y desordenado.
Δεν μου αρέσει να ζω σε ένα μέρος που είναι ακατάστατο και γυμνό.
Η λέξη "desharrapado" δεν έχει δημοφιλή ιδιωματική χρήση στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε λεξιλογιακές φράσεις που σχετίζονται με κατάσταση και εμφάνιση.
Una vida desharrapada como un desierto.
Μια ζωή γυμνή σαν έρημο.
Un amor desharrapado sin sustento.
Ένας έρωτας που είναι γυμνός χωρίς στήριξη.
Sentirse desharrapado en una multitud.
Να νιώθεις γυμνός σε ένα πλήθος.
Una casa desharrapada refleja descuido.
Ένα σπίτι μη καλυμμένο αντικατοπτρίζει αμέλεια.
Η λέξη "desharrapado" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "des-" που δηλώνει άρνηση ή απομάκρυνση και "harrapado", το οποίο προέρχεται από το "harrapado" που σημαίνει αυτό που είναι καλυμμένο ή με επικάλυψη.