Το "deshecho" είναι ρήμα και προέρχεται από το ρήμα "deshacer".
Η φωνητική μεταγραφή του "deshecho" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /desˈet͡ʃo/.
Η λέξη "deshecho" σημαίνει "αποσυναρμολογημένος", "κατεστραμμένος" ή "σε κατάσταση που δεν χρησιμοποιείται". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που έχει καταστραφεί ή δεν έχει πια την αρχική του μορφή. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα.
El sofá está deshecho y necesita ser reemplazado.
(Ο καναπές είναι κατεστραμμένος και χρειάζεται να αντικατασταθεί.)
Después del huracán, muchas casas quedaron deshechas.
(Μετά τον τυφώνα, πολλά σπίτια έμειναν κατεστραμμένα.)
La carta que me enviaste estaba completamente deshecha.
(Η επιστολή που μου έστειλες ήταν εντελώς κατεστραμμένη.)
Η λέξη "deshecho" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar deshecho de cansancio.
(Να είσαι κατεστραμμένος από την κούραση.)
Sentirse deshecho después de la noticia.
(Να νιώθεις κατεστραμμένος μετά την είδηση.)
La situación está tan deshecha que necesitamos comenzar desde cero.
(Η κατάσταση είναι τόσο κατεστραμμένη που χρειάζεται να ξεκινήσουμε από την αρχή.)
Quedó deshecho tras la discusión.
(Έμεινε κατεστραμμένος μετά τη συζήτηση.)
Era un sueño deshecho, pero ahora voy a reconstruirlo.
(Ήταν ένα κατεστραμμένο όνειρο, αλλά τώρα θα το ξαναχτίσω.)
Η λέξη "deshecho" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "deshacer", που σημαίνει "αποσυναρμολογώ" ή "διαλύω". Το "des-" είναι ένα πρόθεμα που υποδηλώνει την αντίθετη έννοια, ενώ το "hacer" σημαίνει "κάνω".
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "deshecho" παρέχουν μια σαφή και πλήρη εικόνα της χρήσης και της σημασίας της στη γλώσσα Ισπανικά.