Η λέξη deshielo είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /desˈjelo/
Η λέξη deshielo αναφέρεται στη διαδικασία λιωσίματος του πάγου ή των χιονιών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κατηγορίες που σχετίζονται με τη γεωγραφία, το κλίμα και την επιστήμη του περιβάλλοντος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και συχνά απαντάται περισσότερο σε επιστημονικές συζητήσεις και κείμενα.
Το λιώσιμο των πάγων επηρεάζει τη στάθμη της θάλασσας.
Durante la primavera, el deshielo provoca inundaciones en muchas regiones.
Η λέξη deshielo δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες μεταφορικές χρήσεις, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με κλίμα ή περιβάλλον. Ακολουθούν μερικές προτάσεις.
Το συναισθηματικό λιώσιμο μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ζωή.
Después de años de deshielo, la relación entre los dos países mejoró.
Μετά από χρόνια απόψυξης, η σχέση μεταξύ των δύο χωρών βελτιώθηκε.
El deshielo de los prejuicios es fundamental para una convivencia pacífica.
Η λέξη deshielo προέρχεται από το ρήμα deshelar, το οποίο σημαίνει «να λιώσει (τον πάγο)». Το πρόθεμα des- υποδηλώνει την απομάκρυνση ή την αντίθεση, ενώ το hielo σημαίνει «πάγος».
Συνώνυμα: - descongelación (απόψυξη) - derretimiento (λιώσιμο)
Αντώνυμα: - congelación (πάγωμα) - helada (παγωνιά)