"Desidia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/dɛˈsi.ðja/
Η λέξη "desidia" αναφέρεται σε μια κατάσταση αμέλειας ή αδιαφορίας, όπου ένα άτομο δεν εκτελεί καθήκοντα ή υποχρεώσεις του λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος ή κινήτρου. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή γραπτά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια.
La desidia de los empleados afectó la productividad de la empresa.
(Η αμέλεια των υπαλλήλων επηρεάζει την παραγωγικότητα της εταιρείας.)
No puedo permitir la desidia en mi equipo de trabajo.
(Δεν μπορώ να επιτρέψω την αμέλεια στην ομάδα εργασίας μου.)
Η λέξη "desidia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε προτάσεις που εκφράζουν αδράνεια ή έλλειψη ενθουσιασμού.
Su desidia es evidente en su trabajo.
(Η αμέλειά του είναι προφανής στη δουλειά του.)
La desidia puede llevar a consecuencias graves en cualquier proyecto.
(Η αμέλεια μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες σε οποιοδήποτε έργο.)
Evitar la desidia es fundamental para el éxito.
(Η αποφυγή της αμέλειας είναι θεμελιώδης για την επιτυχία.)
Η λέξη "desidia" προέρχεται από το λατινικό "desidia", που σημαίνει "αμέλεια" ή "βεβαρημένη κατάσταση".
Συνώνυμα: - abandono (παραμέληση) - negligencia (αμέλεια) - pereza (τεμπελιά)
Αντώνυμα: - diligencia (επιμέλεια) - atención (προσοχή) - esfuerzo (προσπάθεια)