Η λέξη "desierto" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "desierto" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /deˈsjerto/
Η λέξη "desierto" σημαίνει την έκταση της γης που είναι πολύ ξηρή και έχει λίγη ή καθόλου βλάστηση. Χρησιμοποιείται συχνά στον Ισπανικό λόγο και αναφέρεται σε τοπία με περιορισμένες φυσικές πόρους, όπως τα έρημα τοπία.
Η λέξη χρησιμοποιείται με σχετική συχνότητα στον προφορικό λόγο, όπως και στο γραπτό κείμενο, και είναι αναγνωρίσιμη σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των περιγραφών γεωγραφίας και της λογοτεχνίας.
Η έρημος είναι ένα αφιλόξενο μέρος για πολλά είδη.
Durante el viaje, cruzamos un desierto interminable.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, διασχίσαμε μια ατελείωτη έρημο.
El desierto de Atacama es uno de los más áridos del mundo.
Η λέξη "desierto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι σε συναισθηματική έρημο. (Σημαίνει να νιώθεις μοναξιά ή απομόνωση).
Vivir como un desierto.
Να ζεις σαν έρημος. (Σημαίνει να είσαι πολύ απομονωμένος ή χωρίς κοινωνική ζωή).
El desierto del olvido.
Η έρημος της λήθης. (Σημαίνει η κατάσταση στην οποία κάτι ή κάποιοι ξεχνιούνται).
No hay agua en el desierto.
Δεν υπάρχει νερό στην έρημο. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση έλλειψης πόρων ή ευκαιριών).
Un desierto de oportunidades.
Η λέξη "desierto" προέρχεται από το λατινικό "desertum," το οποίο σημαίνει "ρωγμή" ή "χώρα που έχει εγκαταλειφθεί".
Συνώνυμα: - Yermo (ερειπωμένος τόπος) - Desolación (ερήμωση)
Αντώνυμα: - Oasis (όαση) - Valle (κοιλάδα)