Το "designar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /de.siˈɣnaɾ/
Το "designar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει: 1. Να ορίσεις ή να επιλέξεις κάτι ή κάποιον για μια συγκεκριμένη θέση ή ρόλο. 2. Να σχεδιάσεις ή να προγραμματίσεις κάτι με συγκεκριμένο τρόπο. 3. Να απονείμεις ή να προσδιορίσεις χαρακτηριστικά σε κάτι.
Είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ρήμα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης κυρίως στους επίσημους και ακαδημαϊκούς κύκλους.
Ο διευθυντής αποφάσισε να ορίσει τον Χουάν ως επικεφαλής του έργου.
Es importante designar las tareas antes de comenzar la reunión.
Το "designar" εμπλέκεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ο προϊστάμενος αποφάσισε να ορίσει μια προθεσμία δύο εβδομάδων για την παράδοση του έργου.
Designar un representante
Είναι απαραίτητο να ορίσουμε έναν εκπρόσωπο για τις διαπραγματεύσεις.
Designar un cargo
Η λέξη "designar" προέρχεται από το λατινικό "designare", που σημαίνει "να δείξεις" ή "να σκαρφιστείς", και συνδυάζει τις ρίζες "de-" (διά) και "signare" (να σημάνεις).
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "designar" και τις διάφορες πρακτικές και γλωσσικές της πτυχές.