Επίθετο.
/dɛsiˈɡwal/
Η λέξη "desigual" αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι ομοιόμορφο ή ισόποσο. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει καταστάσεις ή αντικείμενα που παρουσιάζουν διαφορές ή ανισότητες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια αρκετή συχνότητα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το βαθμό ανισότητας ή διαφορετικότητας σε διάφορους τομείς όπως οι κοινωνικές καταστάσεις, η οικονομία και άλλες επιστήμες.
La distribución de la riqueza en el país es desigual.
(Η κατανομή του πλούτου στη χώρα είναι ανίσως.)
En una relación, es importante evitar las actitudes desiguales.
(Σε μια σχέση, είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι άνισες συμπεριφορές.)
Η λέξη "desigual" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε ανισότητες ή διαφορές στην κοινωνία ή την οικονομία.
Vivir en una sociedad desigual.
(Να ζεις σε μια άνιση κοινωνία.)
La educación desigual perpetúa la pobreza.
(Η άνιση εκπαίδευση διατηρεί τη φτώχια.)
Las oportunidades son desiguales para diferentes grupos.
(Οι ευκαιρίες είναι ανίσες για διαφορετικές ομάδες.)
El acceso a la salud es desigual en muchos países.
(Η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι άνιση σε πολλές χώρες.)
Η λέξη "desigual" προέρχεται από το πρόθεμα "des-" (που σημαίνει "όχι" ή "αντίθετο") και τη λέξη "igual" (που σημαίνει "ίσος" ή "ομοιόμορφος"). Έτσι, έχει την έννοια του "όχι ίσου".
variado (ποικιλόμορφος)
Αντώνυμα