Η λέξη "desigualdad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ph.ese.ɡwal.ðad/
Η λέξη "desigualdad" αναφέρεται στην έλλειψη ισότητας ή στην κατάσταση κατά την οποία οι άνθρωποι ή οι ομάδες δεν έχουν ίσες ευκαιρίες, πόρους ή δικαιώματα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά, οικονομικά και νομικά πλαίσια. Είναι μια λέξη με μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης, πιο συχνά σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα, μελέτες και φιλοσοφικές θεωρίες, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
La desigualdad en el acceso a la educación es un problema serio.
(Η ανισότητα στην πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.)
La desigualdad económica ha aumentado en los últimos años.
(Η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.)
Η λέξη "desigualdad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις.
Combatir la desigualdad es fundamental para una sociedad justa.
(Η καταπολέμηση της ανισότητας είναι θεμελιώδης για μια δίκαιη κοινωνία.)
La desigualdad de género es un desafío que debemos asumir.
(Η ανισότητα φύλου είναι μια πρόκληση που πρέπει να αποδεχτούμε.)
La desigualdad social provoca tensiones en la comunidad.
(Η κοινωνική ανισότητα προκαλεί εντάσεις στην κοινότητα.)
La investigación sobre la desigualdad es esencial para entender los problemas actuales.
(Η έρευνα σχετικά με την ανισότητα είναι ουσιώδης για την κατανόηση των σημερινών προβλημάτων.)
Η λέξη "desigualdad" προέρχεται από το Ισπανικό "igual" (ίσος) με την προσθήκη του προθέματος "des-" που δηλώνει άρνηση ή αντίθεση και του παραγοντικού "-dad" που σχηματίζει ουσιαστικά που εκφράζουν κατάσταση ή ποιότητα.