Η λέξη desinflar αναφέρεται στη διαδικασία της αποσυμπίεσης ή της μείωσης του όγκου κάτι που είναι φουσκωμένο. Χρησιμοποιείται συχνά για αντικείμενα όπως μπαλόνια, ελαστικά, ή άλλα φουσκωτά που αδειάζουν από αέρα ή άλλα αέρια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό και γραπτό λόγο, με συχνότητα ανάλογη της ανάγκης που προκύπτει από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα αντικείμενα.
Παραδείγματα
El balón comenzó a desinflar y tuvimos que inflarlo de nuevo.
Η μπάλα άρχισε να ξεφουσκώνει και έπρεπε να την φουσκώσουμε ξανά.
Necesito desinflar la cama de aire para guardarla.
Πρέπει να αποσυμπιέσω το κρεβάτι αέρα για να το αποθηκεύσω.
El técnico va a desinflar el neumático para repararlo.
Ο τεχνικός θα αποσυμπιέσει το ελαστικό για να το επισκευάσει.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη desinflar δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ανακούφισης ή απαλλαγής από άγχος ή πίεση.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων
Desinflar las tensiones con una buena conversación siempre ayuda.
Η αποσυμπίεση των εντάσεων με μια καλή κουβέντα πάντα βοηθά.
A veces es necesario desinflar los problemas antes να μας agobien.
Μερικές φορές είναι απαραίτητο να αποσυμπιέσουμε τα προβλήματα πριν μας πιέσουν.
Después de un largo día, solo necesito desinflar y relajarme.
Μετά από μια μακρά μέρα, απλώς χρειάζομαι να αποσυμπιεστώ και να χαλαρώσω.
Ετυμολογία
Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις "des-" (πρόθεμα που δηλώνει απομάκρυνση) και "inflar" (που σημαίνει "φουσκώνω" ή "φουσκώνω"). Έτσι, η ετυμολογία δείχνει την έννοια της απομάκρυνσης του αέρα από κάτι που είναι φουσκωτό.