Το "desistir" σημαίνει να σταματήσεις να κάνεις κάτι ή να παραιτηθείς από μία ενέργεια ή διάθεση. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα Ισπανικά, κυρίως σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε επίσημα κείμενα.
Παραδείγματα χρήσης:
Decidí desistir de mi plan original.
Αποφάσισα να παραιτηθώ από το αρχικό μου σχέδιο.
El demandante decidió desistir de la demanda.
Ο ενάγων αποφάσισε να αποσύρει την αγωγή.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Το "desistir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα:
Desistir de una idea.
Να παραιτηθείς από μια ιδέα.
Ejemplo: Ella decidió desistir de la idea de mudarse al extranjero.
Αυτή αποφάσισε να παραιτηθεί από την ιδέα να μετακομίσει στο εξωτερικό.
Desistir de una promesa.
Να ανακαλέσεις μια υπόσχεση.
Ejemplo: No puedes desistir de la promesa que hiciste.
Δεν μπορείς να ανακαλέσεις την υπόσχεση που έκανες.
Desistir ante las adversidades.
Να παραιτηθείς μπροστά στις αντιξοότητες.
Ejemplo: Nunca debes desistir ante las adversidades.
Ποτέ δεν πρέπει να παραιτείσαι μπροστά στις αντιξοότητες.
Desistir del esfuerzo.
Να σταματήσεις την προσπάθεια.
Ejemplo: No es correcto desistir del esfuerzo después de haber trabajado tanto.
Δεν είναι σωστό να σταματάς την προσπάθεια αφού έχεις δουλέψει τόσο πολύ.
Ετυμολογία
Η λέξη "desistir" προέρχεται από το λατινικό "desistere", που σημαίνει «να σταματήσεις» ή «να αποτραπείς».