desistir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

desistir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "desistir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/dɛsiˈtiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Το "desistir" σημαίνει να σταματήσεις να κάνεις κάτι ή να παραιτηθείς από μία ενέργεια ή διάθεση. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα Ισπανικά, κυρίως σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε επίσημα κείμενα.

Παραδείγματα χρήσης:

  1. Decidí desistir de mi plan original.
  2. Αποφάσισα να παραιτηθώ από το αρχικό μου σχέδιο.

  3. El demandante decidió desistir de la demanda.

  4. Ο ενάγων αποφάσισε να αποσύρει την αγωγή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "desistir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα:

  1. Desistir de una idea.
  2. Να παραιτηθείς από μια ιδέα.
  3. Ejemplo: Ella decidió desistir de la idea de mudarse al extranjero.

    • Αυτή αποφάσισε να παραιτηθεί από την ιδέα να μετακομίσει στο εξωτερικό.
  4. Desistir de una promesa.

  5. Να ανακαλέσεις μια υπόσχεση.
  6. Ejemplo: No puedes desistir de la promesa que hiciste.

    • Δεν μπορείς να ανακαλέσεις την υπόσχεση που έκανες.
  7. Desistir ante las adversidades.

  8. Να παραιτηθείς μπροστά στις αντιξοότητες.
  9. Ejemplo: Nunca debes desistir ante las adversidades.

    • Ποτέ δεν πρέπει να παραιτείσαι μπροστά στις αντιξοότητες.
  10. Desistir del esfuerzo.

  11. Να σταματήσεις την προσπάθεια.
  12. Ejemplo: No es correcto desistir del esfuerzo después de haber trabajado tanto.
    • Δεν είναι σωστό να σταματάς την προσπάθεια αφού έχεις δουλέψει τόσο πολύ.

Ετυμολογία

Η λέξη "desistir" προέρχεται από το λατινικό "desistere", που σημαίνει «να σταματήσεις» ή «να αποτραπείς».

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024