Η λέξη "desleal" είναι επίθετο.
/dɛs.leˈal/
Η λέξη "desleal" αναφέρεται σε κάποιον που δεν είναι πιστός ή δίκαιος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους ή ενεργούν με απιστία. Στη γλώσσα των νόμων, μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις απιστίας ή αθέτησης συμβάσεων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στο γραπτό κείμενο και σε νομικά συμφραζόμενα. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να χρησιμοποιείται σε προφορικές συζητήσεις όταν αναφέρονται συμπεριφορές που θεωρούνται ανέντιμες.
"Ο παίκτης ήταν άδικος με την ομάδα του υπογράφοντας με τον αντίπαλο."
"La desleal competencia en el mercado afecta a muchos negocios."
"Η άδικη ανταγωνιστικότητα στην αγορά επηρεάζει πολλές επιχειρήσεις."
"No quiero ser desleal contigo, siempre seré honesto."
Η λέξη "desleal" χρησιμοποιείται σπάνια σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν σχετικές προτάσεις που εκφράζουν την έννοια της ανέντιμης συμπεριφοράς.
"Η ανέντιμη συμπεριφορά είναι μια πράξη ασέβειας."
"Un socio desleal puede arruinar cualquier negocio."
"Ένας άδικος εταίρος μπορεί να καταστρέψει οποιαδήποτε επιχείρηση."
"La desleal conducta en una relación puede llevar a la ruptura."
Η λέξη "desleal" προέρχεται από το πρόθεμα "des-", που υποδηλώνει αντίθεση, και από τη λέξη "leal", που σημαίνει πιστός, ειλικρινής ή δίκαιος. Έτσι, "desleal" αναφέρεται σε κάποιον που δεν είναι πιστός ή που ενεργεί ανέντιμα.