Ρήμα
/dɛs.linˈdaɾ/
Η λέξη "deslindar" σημαίνει να καθορίσει ή να διαχωρίσει ένα γεωγραφικό ή νομικό όριο. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική γλώσσα για την περιγραφή πράξεων που σχετίζονται με την αποσαφήνιση ή τον προσδιορισμό συνόρων και ορίων, είτε αυτά είναι φυσικά είτε νομικά. Είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά ή τεχνικά κείμενα, ενώ έχει μέτρια χρήση στον προφορικό λόγο.
Η επιχείρηση χρειάζεται να καθορίσει τις ιδιοκτησίες της πριν τις πουλήσει.
Es importante deslindar los deberes de cada miembro del equipo.
Η λέξη "deslindar" χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικά και τεχνικά πλαίσια, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται με τον καθορισμό ορίων στην επικοινωνία και τις σχέσεις.
Ο καθορισμός των ευθυνών είναι κλειδί σε ένα έργο.
El deslindar entre lo personal y lo profesional puede ser complicado.
Ο διαχωρισμός ανάμεσα στο προσωπικό και το επαγγελματικό μπορεί να είναι δύσκολος.
Deslindar la verdad de la mentira es esencial para una buena comunicación.
Η λέξη "deslindar" προέρχεται από το πρόθεμα "des-" που δηλώνει απομάκρυνση και τη λέξη "lindar", που σημαίνει "να είναι στα όρια ή τα σύνορα". Είναι μια σύνθεση που επηρεάζει κυρίως την έννοια της απομάκρυνσης από τα όρια ή τον προσδιορισμό των ορίων.
Συνώνυμα: - delimitar (να καθορίσω) - separar (να χωρίσω)
Αντώνυμα: - unir (να ενώσω) - confundir (να συγχέω)