Deslizamiento είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /desliθiˈmiento/
Η λέξη deslizamiento χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κίνηση ή τη μετατόπιση ενός αντικειμένου ή υλικού από τη μία θέση στην άλλη, συνήθως με έναν τρόπο που δεν είναι επαφής ή προκαλεί τριβή. Στη γλώσσα των φυσικών επιστημών, μπορεί να αναφέρεται σε γεωλογικά φαινόμενα, όπως η ολίσθηση εδάφους ή η καθίζηση. Χρησιμοποιείται συχνά σε γεωγραφικά, πολυτεχνικά και στρατηγικά πλαίσια. Στη ροή του λόγου, είναι πιο συχνά εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο.
El deslizamiento de tierra causó grandes daños en la aldea.
(Η ολίσθηση του εδάφους προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο χωριό.)
El deslizamiento de las placas tectónicas puede generar terremotos.
(Η μετακίνηση των τεκτονικών πλακών μπορεί να προκαλέσει σεισμούς.)
Durante el invierno, el deslizamiento de nieve es un problema frecuente en las montañas.
(Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η ολίσθηση του χιονιού είναι ένα συχνό πρόβλημα στα βουνά.)
"El deslizamiento de su argumento me hizo dudar de su credibilidad."
(Η ολίσθηση της επιχειρηματολογίας του με έκανε να αμφιβάλλω για την αξιοπιστία του.)
"El deslizamiento en el manejo de sus finanzas llevó a un desastre."
(Η ολίσθηση στη διαχείριση των οικονομικών του οδήγησε σε καταστροφή.)
"Con un deslizamiento de literatura, logró captar la atención del público."
(Με μια ολίσθηση λογοτεχνίας, κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του κοινού.)
Η λέξη deslizamiento προέρχεται από το ρήμα «deslizar», που σημαίνει "να γλιστράς" ή "να ολισθαίνεις", με την προσθήκη της κατάληξης -mento, που σημαίνει "πράξη ή αποτέλεσμα".
Συνώνυμα: - Oλισθηση - Μεταφορά - Καθίζηση
Αντώνυμα: - Στατικότητα - Στερεότητα - Σταθμός
Αυτή η λέξη έχει ευρύ φάσμα χρήσεων και μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορα πλαίσια αναλόγως των καταστάσεων που περιγράφει.