Το "deslumbrar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "deslumbrar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /deslumˈbɾaɾ/
Η λέξη "deslumbrar" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - εντυπωσιάζω - καταπλήσσω - τυφλώνω (στην κυριολεκτική του έννοια)
Η λέξη "deslumbrar" αναφέρεται στην πράξη του να εντυπωσιάσεις ή να προκαλέσεις έκπληξη σε κάποιον, συχνά μέσω μιας καταπληκτικής ή εντυπωσιακής εμφάνισης. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και οι καταστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται μπορεί να διαφέρουν.
El vestido que llevaba la actriz deslumbró a todos en la alfombra roja.
(Το φόρεμα που φορούσε η ηθοποιός εντυπωσίασε όλους στο κόκκινο χαλί.)
La presentación del equipo deslumbró a la audiencia.
(Η παρουσίαση της ομάδας εντυπωσίασε το κοινό.)
Los fuegos artificiales deslumbran cada año en la fiesta.
(Οι βεγγαλικοί εντυπωσιάζουν κάθε χρόνο στη γιορτή.)
Δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "deslumbrar", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις για να ενισχύσει την έννοια του εντυπωσιασμού.
Te deslumbras cuando ves algo increíble.
(Τυφλώνεσαι όταν βλέπεις κάτι απίστευτο.)
Deslumbras con tu talento.
(Εντυπωσιάζεις με το ταλέντο σου.)
Esa película te hará deslumbrar por su belleza.
(Αυτή η ταινία θα σε κάνει να εντυπωσιαστείς από την ομορφιά της.)
Η λέξη "deslumbrar" προέρχεται από το πρόθεμα "des-" που σημαίνει "απόκλιση" ή "αφαίρεση" και το ρήμα "luz" (φως), που συνδυάζονται για να υποδηλώσουν την έννοια του να "χάνεις" τη θέα λόγω του έντονου φωτός.
Συνώνυμα: - asombrar (καταπλήσσω) - impresionar (εντυπωσιάζω)
Αντώνυμα: - desinteresar (μη ενδιέφερε) - aburrir (βαριέμαι)