Το "desmayarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /dez.ma.jaɾ.se/
Το "desmayarse" σημαίνει "λιποθυμώ" ή "χάνω τις αισθήσεις μου". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο χάνει την συνείδησή του, συνήθως λόγω αδυναμίας, στρες ή άλλων παραγόντων. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις.
Αυτή λιποθύμησε στη γιορτή.
Si no comes bien, te puedes desmayar.
Αν δεν τρως καλά, μπορείς να λιποθυμήσεις.
El calor hizo que muchos se desmayaran en el evento.
Η λέξη "desmayarse" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Πρόταση: Cuando lo vi, me desmayé de amor. (Όταν τον είδα, λιποθύμησα από έρωτα.)
Desmayarse de risa.
Πρόταση: El chiste fue tan gracioso que me desmayé de risa. (Το ανέκδοτο ήταν τόσο αστείο που λιποθύμησα από τα γέλια.)
Desmayarse por el calor.
Η λέξη "desmayarse" προέρχεται από το λατινικό "ex-madiare", όπου "ex-" σημαίνει "έξω" και "madiare" σημαίνει "αδυναμία", με την έννοια της απώλειας της αίσθησης ή της συνείδησης.
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του ρήματος "desmayarse" στη γλώσσα Ισπανικά.