Το "desmayo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "desmayo" είναι /desˈma.ʝo/.
Η λέξη "desmayo" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο χάνει τη συνείδηση ή αισθάνεται αδύναμο, συνήθως λόγω κάποιας παθολογικής κατάστασης ή ψυχολογικής έντασης. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται σε κειμένα που σχετίζονται με ιατρικά ζητήματα, αλλά εμφανίζεται και στην καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως κείμενα και άρθρα υγείας.
"La paciente sufrió un desmayo durante la consulta médica."
(Η ασθενής υπέστη λιποθυμία κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξέτασης.)
"Es importante saber qué hacer en caso de un desmayo."
(Είναι σημαντικό να ξέρουμε τι να κάνουμε σε περίπτωση λιποθυμίας.)
"El calor excesivo puede provocar un desmayo."
(Η υπερβολική ζέστη μπορεί να προκαλέσει λιποθυμία.)
Η λέξη "desmayo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με καταστάσεις αδυναμίας ή έκπληξης:
"Me dio un desmayo de alegría cuando escuché la noticia."
(Μου ήρθε λιποθυμία από χαρά όταν άκουσα τα νέα.)
"No puedo creerlo, me dejó en un desmayo."
(Δεν μπορώ να το πιστέψω, με άφησε σε λιποθυμία.)
"Casi me da un desmayo al ver el precio."
(Κόντεψα να λιποθυμήσω μόλις είδα την τιμή.)
Η λέξη "desmayo" προέρχεται από το ρήμα "desmayar", το οποίο σημαίνει "χάνω τη συνείδηση". Το "des-" υποδηλώνει απομάκρυνση ή απώλεια και το "mayo" σχετίζεται με τη λέξη "mayor", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "maior", δηλαδή "μεγαλύτερος".
Συνώνυμα: - síncope - pérdida de conciencia - desmayo
Αντώνυμα: - vigilia - alerta - consciencia