Το "desmedido" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [des.me.ði.ðo]
Η λέξη "desmedido" αναφέρεται σε κάτι που είναι υπερβολικό και χωρίς μέτρο, είτε σε ποσότητα είτε σε ένταση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή συμπεριφορές που είναι εκτός ελέγχου ή απερίσκεπτες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση του είναι συχνή και μπορεί να βρεθεί σε γραπτά κείμενα καθώς και σε προφορικές συνομιλίες.
El gasto fue desmedido y afectó a nuestro presupuesto.
(Η δαπάνη ήταν υπερβολική και επηρέασε τον προϋπολογισμό μας.)
Su desmedido entusiasmo lo llevó a tomar decisiones apresuradas.
(Η αλόγιστη ενθουσιώδης στάση του τον οδήγησε να πάρει βιαστικές αποφάσεις.)
Η λέξη "desmedido" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συστήματα περιγραφής:
Su éxito fue desmedido después de la película.
(Η επιτυχία του ήταν υπερβολική μετά την ταινία.)
Debemos evitar un enfoque desmedido en los gastos innecesarios.
(Πρέπει να αποφύγουμε μια υπερβολική προσέγγιση στις περιττές δαπάνες.)
El desmedido amor por el poder puede llevar a la corrupción.
(Η αλόγιστη αγάπη για την εξουσία μπορεί να οδηγήσει στη διαφθορά.)
Η λέξη "desmedido" προέρχεται από το πρόθεμα "des-" (που υποδηλώνει απουσία ή αντίθεση) και τη λέξη "medido", που είναι το παρελθόν μετοχή του ρήματος "medir" (να μετράω). Έτσι, η έννοια της λέξης συνδέεται με την αποτυχία να υπολογιστεί ή να μετρηθεί κάτι σωστά.