Ρήμα.
[dɛsˈpoxar]
Η λέξη "despojar" σημαίνει την αφαίρεση ή την εκδίωξη κάποιου από κάτι που κατέχει ή έχει. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος χάνει ένα δικαίωμα ή μια περιουσία.
Η χρήση της λέξης "despojar" είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά ή επίσημα κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συνδιαλέξεις όταν αναφέρονται σε καταστάσεις απώλειας.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να αφαιρέσει από την εταιρεία τις άδειές της.
Despojar a alguien de sus derechos es un acto ilegal.
Η αφαίρεση των δικαιωμάτων κάποιου είναι μια παράνομη πράξη.
Cuando se despojan de sus bienes, las personas a menudo se sienten vulnerables.
Η λέξη "despojar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να αφαιρέσεις την εμπιστοσύνη από κάποιον.
No hay que despojar al pueblo de sus derechos fundamentales.
Δεν πρέπει να αφαιρούμε από τον λαό τα θεμελιώδη δικαιώματά του.
Despojar de ilusiones.
Αφαιρώ τις ψευδαισθήσεις (δηλαδή, να κάνω κάποιον να δει την σκληρή πραγματικότητα).
Despojarse de prejuicios.
Η λέξη "despojar" προέρχεται από το λατινικό "de-" (από) και "pŏcaṛe" (αφαιρώ). Έτσι, η σημασία της επικεντρώνεται στην αφαίρεση ή την απομάκρυνση από κάτι.
Robar
Αντώνυμα: