Ρήμα.
/dɛs.po.xaɾ.se/
Η λέξη "despojarse" σημαίνει την πράξη του να απογυμνώνεσαι ή να απορρίπτεις κάτι, τόσο κυριολεκτικά (όπως να αφαιρέσεις ρούχα) όσο και μεταφορικά (όπως να αποσυρθείς από κάποια κατάσταση ή να απαλλαγείς από περιττές σκέψεις ή πράγματα). Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε διάφορα συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο ειδικότερα σε συζητήσεις σχετικά με τη φιλοσοφία ή την ψυχολογία.
Decidí despojarme de mis miedos y enfrentar la vida con valentía.
(Αποφάσισα να απογυμνωθώ από τους φόβους μου και να αντιμετωπίσω τη ζωή με θάρρος.)
Ella se despojó de sus pertenencias antes de mudarse a otro país.
(Αυτή απογυμνώθηκε από τα υπάρχοντά της πριν μετακομίσει σε άλλη χώρα.)
Es importante despojarse de pensamientos negativos para tener una vida plena.
(Είναι σημαντικό να απορρίπτεις αρνητικές σκέψεις για να έχεις μια γεμάτη ζωή.)
Η λέξη "despojarse" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Ejemplo: "A veces, es bueno despojarse de las cargas que llevamos en la vida."
(Κάποιες φορές, είναι καλό να αποβάλλουμε τα βάρη που κουβαλάμε στη ζωή.)
Despojarse del pasado.
(Αποδέσμευση από το παρελθόν.)
Ejemplo: "Necesitas despojarte del pasado para avanzar."
(Πρέπει να απελευθερωθείς από το παρελθόν για να προχωρήσεις.)
Despojarse de las apariencias.
(Απαλλαγή από τις εμφανίσεις.)
Ejemplo: "Es fundamental despojarse de las apariencias para ser auténtico."
(Είναι θεμελιώδες να απαλλαγείς από τις εμφανίσεις για να είσαι αυθεντικός.)
Despojarse de la tristeza.
(Απαλλαγή από τη θλίψη.)
Η λέξη "despojarse" προέρχεται από το λατινικό "despoliare", που σημαίνει "να ξεγυμνώνω" ή "να αφαιρώ τα ρούχα". Το "des-" είναι πρόθεμα που σημαίνει "αφαίρεση" και το "pojar" προέρχεται από το "polo," το οποίο αναφέρεται σε "ρούχα" ή "κάτι που φοράμε".
Συνώνυμα: - desprenderse - quitarse
Αντώνυμα: - cubrirse - vestirse