Ρήμα.
/despɾeˈkaɾ/
Η λέξη "despreciar" σημαίνει να απορρίπτει ή να υποτιμά κάποιον ή κάτι, συχνά με έναν περιφρονητικό ή αδιάφορο τρόπο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις όπου κάποιος δείχνει έλλειψη εκτίμησης ή σεβασμού προς κάτι ή κάποιον. Η συχνότητα χρήσης της είναι σημαντική στην καθημερινή γλώσσα, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Él desprecia las opiniones de sus compañeros.
(Αυτός απορρίπτει τις γνώμες των συναδέλφων του.)
No deberías despreciar el esfuerzo que hacen los demás.
(Δεν θα έπρεπε να υποτιμάς την προσπάθεια που καταβάλλουν οι άλλοι.)
Η λέξη "despreciar" εμφανίζεται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να ενισχύσει την περιφρόνηση ή τη μη εκτίμηση.
Despreciar a quien te ayuda es una falta de respeto.
(Περιφρονώντας αυτόν που σε βοηθάς είναι έλλειψη σεβασμού.)
No deberías despreciar el trabajo de los demás.
(Δεν θα έπρεπε να υποτιμάς τη δουλειά των άλλων.)
Hay que dejar de despreciar a los que piensan diferente.
(Πρέπει να σταματήσεις να περιφρονείς τους ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά.)
Η λέξη "despreciar" προέρχεται από το ισπανικό πρόθεμα "des-" που σημαίνει "χωρίς" ή "απόρριψη" και τη λέξη "preciar" που σημαίνει "να εκτιμώ". Έτσι, το "despreciar" σημαίνει κυριολεκτικά "να μην εκτιμώ".
Συνώνυμα: - menospreciar (υποτιμώ) - desairar (αδειάζω, αγνοώ)
Αντώνυμα: - apreciar (εκτιμώ) - valorar (αξιολογώ)