Το "desprecio" είναι ουσιαστικό.
/desˈpɾe.θjo/ (στην Ισπανία) ή /desˈpɾe.ɪ.oʊ/ (στη Λατινική Αμερική)
Η λέξη "desprecio" αναφέρεται στην αίσθηση της περιφρόνησης ή της ασέβειας απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την υποτίμηση ή την αρνητική στάση κάποιου απέναντι σε άλλους. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται και στον προφορικό.
Δεν μπορώ να κρύψω την περιφρόνησή μου προς τις πράξεις του.
El desprecio que siente por la injusticia es evidente.
Η περιφρόνηση που νιώθει για την αδικία είναι προφανής.
No debería expresarlo con tanto desprecio.
Η λέξη "desprecio" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Ένας άνθρωπος μπορεί να νιώθει περιφρόνηση για τις ψευδαισθήσεις των άλλων.
Mostrar desprecio
Πολλοί νέοι καθιστούν εμφανή την περιφρόνηση τους για τους παλαιότερους.
Desprecio hacia los que no respetan las reglas.
Υπάρχει μεγάλη περιφρόνηση προς τους ανθρώπους που παραβιάζουν το νόμο.
Desprecio en lugar de comprensión.
Αντί να δείξουμε κατανόηση, πολλές φορές εκφράζουμε περιφρόνηση.
Desprecio social.
Η κοινωνική περιφρόνηση είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία.
Desprecio a las opiniones ajenas.
Η λέξη "desprecio" προέρχεται από το λατινικό "desprectus", που σημαίνει "περιφρονημένος", το οποίο είναι το παθητικό συμμετοχικό του ρήματος "desprecare", που σημαίνει "να απορρίπτω ή να περιφρονώ".
Συνώνυμα: - desaprecio - desdén - desprecio
Αντώνυμα: - respeto - aprecio - consideración
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "desprecio" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.