Επίθετο.
/despɾenˈdiðo/
Η λέξη "desprendido" στο Ισπανικά αναφέρεται σε κάποιον που είναι γενναιόδωρος ή πρόθυμος να μοιραστεί ή να δώσει κάτι χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους που είναι αυτοθυσιαστικοί ή αφοσιωμένοι στους άλλους. Η συχνότητα χρήσης της λέξης τείνει να είναι υψηλότερη στον προφορικό λόγο, όπου οι άνθρωποι εκφράζουν συναισθήματα και χαρακτηριστικά.
María es una persona muy desprendida que siempre ayuda a sus amigos.
(Η Μαρία είναι μια πολύ απρόσκλητη που πάντα βοηθά τους φίλους της.)
Es admirable ver a alguien tan desprendido en tiempos difíciles.
(Είναι αξιοθαύμαστο να βλέπεις κάποιον τόσο αφιερωμένο σε δύσκολες εποχές.)
Estar desprendido de algo
(Να είσαι αποδεσμευμένος από κάτι.)
"Juan está desprendido de sus preocupaciones y disfruta de la vida."
(Ο Χουάν είναι αποδεσμευμένος από τις ανησυχίες του και απολαμβάνει τη ζωή.)
Ser desprendido en el amor
(Να είσαι αφιερωμένος ή ανιδιωτελής στην αγάπη.)
"Ella siempre ha sido desprendida en el amor, cuidando de los demás antes que de sí misma."
(Αυτή πάντα υπήρξε αφιερωμένη στην αγάπη, φροντίζοντας τους άλλους πριν τον εαυτό της.)
Desprenderse de algo material
(Να αποδεσμευτείς από ένα υλικό αντικείμενο.)
"Es importante desprenderse de cosas materiales a veces."
(Είναι σημαντικό να αποδεσμεύεσαι από υλικά πράγματα κάποιες φορές.)
Η λέξη "desprendido" προέρχεται από το ρήμα "desprender", που σημαίνει "να απελευθερώσεις" ή "να αποδεσμεύσεις". Το "des-" είναι ένα πρόθεμα που δηλώνει απομάκρυνση, ενώ το "-prendido" προέρχεται από το ρήμα "prender", που σημαίνει "να προσδιορίσεις" ή "να κρατήσεις".
Συνώνυμα: - generoso (γενναιόδωρος) - altruista (αυτοθυσιαστικός)
Αντώνυμα: - egoísta (εγωιστής) - acaparador (συγκεντρωτικός)