Λέξη: destacado
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /des.taˈka.ðo/
Η λέξη destacado σημαίνει κάτι που ξεχωρίζει ή διακρίνεται για κάποιον λόγο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα, γεγονότα ή αντικείμενα που είναι αξιοσημείωτα, σημαντικά ή έχουν επιτευχθεί σε κάποιο τομέα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά τόσο προφορικά όσο και γραπτά, με μια ελαφρά προτίμηση στον γραπτό λόγο.
El artista fue destacado en la exposición de arte.
(Ο καλλιτέχνης διακρίθηκε στην έκθεση τέχνης.)
Es un destacado científico en el campo de la biología.
(Είναι ένας διακεκριμένος επιστήμονας στον τομέα της βιολογίας.)
Su actuación fue destacada y recibió muchos elogios.
(Η παράστασή του ήταν σημαντική και έλαβε πολλά συγχαρητήρια.)
Η λέξη destacado χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που συνδέονται με την έννοια της επιτυχίας και της αναγνώρισης.
Un lugar destacado en la historia.
(Ένας εξέχων ρόλος στην ιστορία.)
Tener un papel destacado.
(Να έχεις έναν σημαντικό ρόλο.)
Personas destacadas en la comunidad.
(Διακεκριμένα άτομα στην κοινότητα.)
Un evento destacado del año.
(Μια σημαντική εκδήλωση της χρονιάς.)
Un artículo destacado en la revista.
(Ένα σημαίνον άρθρο στο περιοδικό.)
Lograr un resultado destacado.
(Να πετύχεις ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα.)
Η λέξη destacado προέρχεται από το ρήμα destacar, που σημαίνει "να τονίσω" ή "να διακριθώ". Η ρίζα του είναι το λατινικό distaccare, που σημαίνει να αποδοθεί ή να ξεχωρίσει.
Συνώνυμα: - sobresaliente - notable - excepcional
Αντώνυμα: - insignificante - ordinario - banal
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης destacado στον ισπανικό γλώσσα και τις περιστάσεις που χρησιμοποιείται.