Κύριο όνομα (adjetivo).
[destemˈplaðo]
Η λέξη "destemplado" αναφέρεται σε κάτι που είναι εκτός ισορροπίας ή κατάλληλου κλίματος. Στον τομέα της ζωγραφικής μπορεί να αναφέρεται σε χρώματα ή σχέδια που δεν αλληλοσυμπληρώνονται ή δεν είναι σωστά ισχυρά. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο, και περισσότερο σε γραπτές περιγραφές, κριτικές και αναλύσεις.
La pintura estaba destemplada, con colores que no combinaban entre sí.
(Η ζωγραφική ήταν εκτός κλίματος, με χρώματα που δεν συνδυάζονταν μεταξύ τους.)
El artista fue criticado por un destemplado uso del color en su última obra.
(Ο καλλιτέχνης επικρίθηκε για τη μη κατάλληλη χρήση του χρώματος στο τελευταίο του έργο.)
Η λέξη "destemplado" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συμπεριληφθεί σε εκφράσεις που αναφέρονται σε καταστάσεις ανισορροπίας ή έλλειψης αρμονίας.
Su comportamiento fue destemplado durante la reunión.
(Η συμπεριφορά του ήταν εκτός κλίματος κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
La música sonaba destemplada, lo que causó incomodidad en los oyentes.
(Η μουσική ακουγόταν εκτός κλίματος, γεγονός που προκάλεσε δυσχέρεια στους ακροατές.)
Un destemplado ambiente de trabajo puede afectar la productividad del equipo.
(Ένα αταίριαστο εργασιακό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητα της ομάδας.)
Η λέξη "destemplado" προέρχεται από το ρήμα "destemplar", που σημαίνει να αποσυντονίζει ή να βγάζει από τη σωστή του κατάσταση. Η ρίζα της λέξης συνδυάζει το "de-" (ως απο-, αφαιρώντας) με το "templa-" από το "temple" (κλίμα, τόνος).
Συνώνυμα: - Descompensado - Aclimatado (σε άλλες χρήσεις, δλδ για την αντίθεση)
Αντώνυμα: - Temprado - Armonioso
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της λέξης "destemplado" που καλύπτει διάφορες πτυχές της χρήσης και της σημασίας της στην ισπανική γλώσσα.