Ρήμα
/destilar/
Η λέξη "destilar" σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία ένα υγρό διαχωρίζεται σε διάφορες του φάσεις, κυρίως για να αφαιρεθούν ακαθαρσίες ή για να παραληφθεί κάποιο καθαρό συστατικό. Συνήθως χρησιμοποιείται σε σχέση με τη παραγωγή αλκοολούχων ποτών, όπως το ουίσκι ή το κρασί, όπου τα υλικά υποβάλλονται σε διαδικασίες απόσταξης.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, καθώς και σε προφορικό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε αλκοολούχα ποτά.
Είναι απαραίτητο να αποστάξουμε το νερό για να το καθαρίσουμε.
El vino se destila para obtener un sabor más concentrado.
Το κρασί αποστάζεται για να αποκτήσει πιο συμπυκνωμένη γεύση.
En la destilería, aprendí cómo destilar el ron.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία διδασκαλίας ή μάθησης που αποφέρει γνώση.
Destilar amor.
Συχνά αναφέρεται σε μια κατάσταση ή σχέσεις που επηρεάζονται από βαθιά αισθήματα ή στοργή.
Destilar envidia.
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια κατάσταση όπου κάποιος δείχνει αισθήματα ζήλιας ή φθόνου.
Destilar esencia.
Αναφέρεται στο να εκφράζουμε την πιο σημαντική πτυχή ή τον πυρήνα ενός θέματος.
Destilar ansiedad.
Η λέξη "destilar" προέρχεται από το λατινικό "destillare", το οποίο συνδυάζει το "de-" (κάτω) και το "stillare" (σταγόνες).
Συνώνυμα: - Aguar (αραιώνω) - Purificar (καθαρίζω)
Αντώνυμα: - Contaminar (μολύνω) - Mezclar (ανακατεύω)