"Destinado" είναι ένας αντωνυμικός παθητικός συμμετοχής του ρήματος "destinar" στη μορφή του αρσενικού ενικού αριθμού. Μπορεί να λειτουργήσει και ως επίθετο.
/des.tiˈna.ðo/
Η λέξη "destinado" προέρχεται από το ρήμα "destinar," που σημαίνει να προορίζεται ή να κατευθύνεται προς κάτι συγκεκριμένο. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει ότι κάτι ή κάποιος έχει καθοριστεί ή προορίζεται για μια συγκεκριμένη χρήση ή σκοπό.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και ενδέχεται να χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται στον προφορικό λόγο.
El proyecto fue destinado a mejorar la infraestructura local.
(Το έργο προοριζόταν να βελτιώσει την τοπική υποδομή.)
Ella está destinado a ser una gran artista.
(Αυτή προορίζεται να γίνει μια σπουδαία καλλιτέχνης.)
Η λέξη "destinado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει τόσο πολλές άμεσες φράσεις. Ωστόσο, η έννοια της προορισμένης ή ανυπολόγιστης μοίρας είναι κοινή.
Destinado a fracasar.
(Προορισμένος να αποτύχει.)
Lo que está destinado a ser, será.
(Αυτό που είναι προορισμένο να είναι, θα είναι.)
Todo estaba destinado a ser perfecto.
(Όλα ήταν προορισμένα να είναι τέλεια.)
Él se siente destinado a cambiar el mundo.
(Αυτός αισθάνεται προορισμένος να αλλάξει τον κόσμο.)
Un amor destinado a durar para siempre.
(Μια αγάπη προορισμένη να διαρκέσει για πάντα.)
Η λέξη "destinado" προέρχεται από το ρήμα "destinar," το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "destinare," που σημαίνει να καθορίζει ή να προορίζει.
Συνώνυμα: - Designado (διορισμένος) - Asignado (ανατεθειμένος) - Predestinado (προορισμένος, εκ των προτέρων)
Αντώνυμα: - No destinado (μη προορισμένος) - Descartado (απορριπτέος) - Rechazado (απορριφθείς)