Destreza είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή στην IPA: /desˈtɾeθa/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /desˈtɾɛsa/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη destreza αναφέρεται σε μια ειδική ικανότητα ή δεξιότητα σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, φυσική ή πνευματική. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα και σε ιατρικά περιβάλλοντα για να περιγράψει την ικανότητα ενός ατόμου να εκτελεί πολύπλοκες ή απαιτητικές διαδικασίες.
Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
Η δεξιότητα του χειρουργού είναι εντυπωσιακή.
Para mejorar tu destreza en el piano, necesitas practicar todos los días.
Αυτή έχει πολύ καλή δεξιότητα στα σπορ.
Demostrar destreza en el trabajo:
Είναι σημαντικό να δείξεις ικανότητα στη δουλειά για να προχωρήσεις στην καριέρα.
Desarrollar destreza manual:
Η λέξη destreza προέρχεται από το λατινικό “dexteritas”, που σημαίνει "ικανότητα" ή "δεξιότητα", και σχετίζεται με τη λέξη "dexter", που σημαίνει "δεξιός" ή "ικανός".
Συνώνυμα: - Habilidad - Aptitud - Maestría
Αντώνυμα: - Torpeza - Inhabilidad - Ineptitud
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης destreza με βάση τη σημασία της, τη χρήση της, καθώς και την πολιτιστική της διάσταση.