Το "destripar" είναι ρήμα.
/fɛs.aɾ/
Η λέξη "destripar" σημαίνει συνήθως "να διαμελίσεις" ή "να αφαιρέσεις το περιεχόμενο", και μπορεί να χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, αλλά η έννοιά της είναι κυρίως σχετική με τη βία ή τη φυσική καταστροφή κάποιου αντικειμένου, και σε καθημερινές εκφράσεις για να περιγράψει το σπάσιμο ή την καταστροφή κάποιου πράγματος. Συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή σε καθημερινές συνομιλίες, αλλά μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή σε νομικά έγγραφα, όταν αναφέρονται θέματα σαν την καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων.
Ο ντετέκτιβ αποφάσισε να διαμελίσει το αυτοκίνητο ψάχνοντας για στοιχεία.
Los niños se divirtieron destripando las calabazas para Halloween.
Η λέξη "destripar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν παραδείγματα:
Διαμελίζω την ιστορία. (Αυτό σημαίνει να αποκαλύψεις όλες τις πτυχές ή τις λεπτομέρειες μιας ιστορίας.)
Destripar las verdades.
Απογυμνώνω τις αλήθειες. (Αυτό περιγράφει το να αποκαλύψεις τις πραγματικές αλήθειες που κρύβονται πίσω από γεγονότα.)
No hay que destripar el final de la película.
Δεν πρέπει να αποκαλύψουμε το τέλος της ταινίας.
Destripar los argumentos de un libro.
Η λέξη "destripar" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" που σημαίνει "από" και τη ρίζα "tripar", η οποία αναφέρεται στη διαδικασία απομάκρυνσης ή καταστροφής του περιεχόμενου κάτι. Το "tripar" μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη "tripas", η οποία σημαίνει "εντόσθια" ή "χάος".
Συνώνυμα: - Desmembrar (διαμελίζω) - Desnudar (απογυμνώνω)
Αντώνυμα: - Recomponer (ξανασυνθέτω) - Restaurar (αποκαθιστώ)