Η λέξη "destrozar" σημαίνει να καταστρέφεις ή να συντρίβεις κάτι, είτε σωματικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανικών σε διάφορους τομείς, όπως καθημερινές συνομιλίες, νομικές αναφορές και στρατιωτικούς όρους. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς είναι μια κοινή και κατανοητή λέξη του λεξιλογίου. Χρησιμοποιείται και στα προφορικά αλλά και στα γραπτά πλαίσια.
El terremoto destrozó muchos edificios en la ciudad.
(Ο σεισμός κατέστρεψε πολλά κτίρια στην πόλη.)
Su actitud destroza la confianza que hemos construido.
(Η στάση του καταστρέφει την εμπιστοσύνη που έχουμε χτίσει.)
Η λέξη "destrozar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Dame un segundo, no me destroces el ánimo.
(Δώσε μου ένα δευτερόλεπτο, μην μου καταστρέφεις το ηθικό.)
La crítica destrozó sus esperanzas de éxito.
(Η κριτική κατέστρεψε τις ελπίδες του για επιτυχία.)
Después de discutir, destrozaron su amistad.
(Μετά από τη συζήτηση, κατέστρεψαν τη φιλία τους.)
Las malas noticias pueden destrozar el día de alguien.
(Τα κακά νέα μπορούν να καταστρέψουν τη μέρα κάποιου.)
No dejes que el fracaso destroce tu motivación.
(Μην αφήσεις την αποτυχία να καταστρέψει την κίνησή σου.)
El fuego destrozó por completo la casa.
(Η φωτιά κατέστρεψε ολοσχερώς το σπίτι.)
Η λέξη "destrozar" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" που δηλώνει απομάκρυνση ή αντίσταση και το "trozo", που σημαίνει κομμάτι ή κομμάτι, υποδηλώνοντας την διαδικασία του να διαιρείς ή να καταστρέφεις ένα αντικείμενο.