Η λέξη destructivo σημαίνει κάτι που προκαλεί καταστροφή ή βλάβη. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πράξεις, γεγονότα ή χαρακτηριστικά που έχουν αρνητική ή βλαπτική επίδραση σε κάτι. Είναι κοινά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο.
La crítica destructiva puede afectar la autoestima de una persona.
(Η καταστροφική κριτική μπορεί να επηρεάσει την αυτοεκτίμηση ενός ατόμου.)
Los comportamientos destructivos no son bienvenidos en un equipo.
(Οι καταστροφικές συμπεριφορές δεν είναι ευπρόσδεκτες σε μια ομάδα.)
La película muestra un mundo destructivo y sombrío.
(Η ταινία δείχνει έναν καταστροφικό και ζοφερό κόσμο.)
Η λέξη destructivo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που εκφράζουν την καταστροφή ή την πρόκληση βλάβης.
Actuar de forma destructiva solo genera más problemas.
(Η καταστροφική συμπεριφορά μόνο περισσότερα προβλήματα δημιουργεί.)
Las críticas destructivas no ayudan a mejorar la situación.
(Οι καταστροφικές κριτικές δεν βοηθούν να βελτιωθεί η κατάσταση.)
Vivir en un ambiente destructivo puede afectar tu salud mental.
(Η ζωή σε ένα καταστροφικό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει την ψυχική σου υγεία.)
A veces, las decisiones destructivas parecen atractivas en el momento.
(Μερικές φορές, οι καταστροφικές αποφάσεις φαίνονται ελκυστικές τη στιγμή.)
Es importante evitar relaciones destructivas.
(Είναι σημαντικό να αποφεύγεις τις καταστροφικές σχέσεις.)
Η λέξη destructivo προέρχεται από το ρήμα destruir, το οποίο σημαίνει "καταστρέφω", και το ελληνικό επίθημα -ivo, που δηλώνει ότι κάτι είναι ικανό να προκαλέσει την καταστροφή ή βλάβη.
Dañino (επιβλαβής)
Αντώνυμα: