desvalido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

desvalido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

desvalido είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Фωνητική μεταγραφή: /des.βaˈli.ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη desvalido χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον που είναι ανυπεράσπιστος ή απροστάτευτος. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικό ή νομικό πλαίσιο, π.χ. για να αναφερθούν άτομα που χρειάζονται βοήθεια ή προστασία. Είναι σχετικά συχνή στη γραπτή γλώσσα και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν γίνεται αναφορά σε ευάλωτα άτομα.

Δείγμα προτάσεων

  1. Los niños desvalidos necesitan apoyo psicológicos.
  2. Τα απροστάτευτα παιδιά χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη.

  3. El desvalido en la calle pide ayuda a los transeúntes.

  4. Ο ανυπεράσπιστος στον δρόμο ζητά βοήθεια από τους περαστικούς.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη desvalido δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις σχετικά με την κοινωνική κατάσταση ή τη δημόσια πολιτική:

  1. "Está desvalido ante la injusticia del sistema."
  2. "Είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στην αδικία του συστήματος."

  3. "Los desvalidos de la sociedad suelen ser olvidados."

  4. "Οι απροστάτευτοι της κοινωνίας συνήθως ξεχνούνται."

  5. "El gobierno debe proteger a los desvalidos."

  6. "Η κυβέρνηση πρέπει να προστατεύσει τους ανυπεράσπιστους."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη desvalido προέρχεται από το πρόθεμα "des-" που υποδηλώνει έλλειψη ή αφαίρεση, και από το ρήμα "valer" που σημαίνει "να είναι αξίας" ή "να έχει δύναμη", υποδηλώνοντας την κατάσταση όπου κάποιος δεν έχει αξία ή προστασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - indefenso (ανυπεράσπιστος) - vulnerable (ευάλωτος) - desamparado (απροστάτευτος)

Αντώνυμα: - protegido (προστατευμένος) - fuerte (ισχυρός) - seguro (ασφαλής)



23-07-2024