desvalido είναι επίθετο.
Фωνητική μεταγραφή: /des.βaˈli.ðo/
Η λέξη desvalido χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον που είναι ανυπεράσπιστος ή απροστάτευτος. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικό ή νομικό πλαίσιο, π.χ. για να αναφερθούν άτομα που χρειάζονται βοήθεια ή προστασία. Είναι σχετικά συχνή στη γραπτή γλώσσα και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν γίνεται αναφορά σε ευάλωτα άτομα.
Τα απροστάτευτα παιδιά χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη.
El desvalido en la calle pide ayuda a los transeúntes.
Η λέξη desvalido δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις σχετικά με την κοινωνική κατάσταση ή τη δημόσια πολιτική:
"Είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στην αδικία του συστήματος."
"Los desvalidos de la sociedad suelen ser olvidados."
"Οι απροστάτευτοι της κοινωνίας συνήθως ξεχνούνται."
"El gobierno debe proteger a los desvalidos."
Η λέξη desvalido προέρχεται από το πρόθεμα "des-" που υποδηλώνει έλλειψη ή αφαίρεση, και από το ρήμα "valer" που σημαίνει "να είναι αξίας" ή "να έχει δύναμη", υποδηλώνοντας την κατάσταση όπου κάποιος δεν έχει αξία ή προστασία.
Συνώνυμα: - indefenso (ανυπεράσπιστος) - vulnerable (ευάλωτος) - desamparado (απροστάτευτος)
Αντώνυμα: - protegido (προστατευμένος) - fuerte (ισχυρός) - seguro (ασφαλής)