desvanecer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

desvanecer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Desvanecer είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ðesβaneˈθeɾ/ (Μέχρι τη διαφορά προφοράς της ισπανικής που χρησιμοποιεί τη θηλυκή προφορά, που είναι χαρακτηριστική στη Σπλανία. Στη Χιλή απλά προφέρεται χωρίς τη θηλυκή προφορά.)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη desvanecer σημαίνει να χάνεται, να σβήνει ή να μπαίνει σε διαδικασία εξασθένισης. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε κάτι που γίνεται λιγότερο έντονο ή που εκλείπει. Η χρήση του είναι διαδεδομένη και βρίσκουμε τη λέξη σε προφορικό και γραπτό λόγο σχεδόν εξίσου.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La luz empezó a desvanecer mientras caía la noche.
  2. Το φως άρχισε να σβήνει καθώς νύχτωνε.

  3. Sus recuerdos comenzaron a desvanecer con el tiempo.

  4. Οι αναμνήσεις της άρχισαν να ξεθωριάζουν με τον καιρό.

  5. El sonido de la música se desvaneció lentamente.

  6. Ο ήχος της μουσικής σβήνει σιγά-σιγά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη desvanecer εμφανίζεται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Desvanecerse en el aire
  2. Η όλη κατάσταση σχεδόν θα έχει γίνει αόρατη.
  3. Εκφράζει κάτι που φεύγει χωρίς ίχνος.

  4. Desvanecer las dudas

  5. Να διαλύσει τις αμφιβολίες.
  6. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αφαιρεί αμφιβολίες ή ανησυχίες.

  7. Desvanecerse con el tiempo

  8. Φεύγει με τον καιρό.
  9. Περιγράφει κάτι που χάνει την έντασή του ή τη σημασία του με τον χρόνο.

Ετυμολογία

Η λέξη desvanecer προέρχεται από το πρόθεμα "des-" (που σημαίνει "χωρίς" ή "μακριά από") και το ρήμα "vanecer", το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "vanescere", που σημαίνει "σβήνω" ή "χάνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - deshacer - disipar - extinguir

Αντώνυμα: - intensificar - aumentar - fortalecer

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης desvanecer στα Ισπανικά, την προφορά και τις ποικιλόμορφες χρήσεις της.



22-07-2024