Desvanecer είναι ρήμα.
/ðesβaneˈθeɾ/ (Μέχρι τη διαφορά προφοράς της ισπανικής που χρησιμοποιεί τη θηλυκή προφορά, που είναι χαρακτηριστική στη Σπλανία. Στη Χιλή απλά προφέρεται χωρίς τη θηλυκή προφορά.)
Η λέξη desvanecer σημαίνει να χάνεται, να σβήνει ή να μπαίνει σε διαδικασία εξασθένισης. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε κάτι που γίνεται λιγότερο έντονο ή που εκλείπει. Η χρήση του είναι διαδεδομένη και βρίσκουμε τη λέξη σε προφορικό και γραπτό λόγο σχεδόν εξίσου.
Το φως άρχισε να σβήνει καθώς νύχτωνε.
Sus recuerdos comenzaron a desvanecer con el tiempo.
Οι αναμνήσεις της άρχισαν να ξεθωριάζουν με τον καιρό.
El sonido de la música se desvaneció lentamente.
Η λέξη desvanecer εμφανίζεται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Εκφράζει κάτι που φεύγει χωρίς ίχνος.
Desvanecer las dudas
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αφαιρεί αμφιβολίες ή ανησυχίες.
Desvanecerse con el tiempo
Η λέξη desvanecer προέρχεται από το πρόθεμα "des-" (που σημαίνει "χωρίς" ή "μακριά από") και το ρήμα "vanecer", το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "vanescere", που σημαίνει "σβήνω" ή "χάνω".
Συνώνυμα: - deshacer - disipar - extinguir
Αντώνυμα: - intensificar - aumentar - fortalecer
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης desvanecer στα Ισπανικά, την προφορά και τις ποικιλόμορφες χρήσεις της.