Desvanecimiento είναι ουσιαστικό.
[dezβa.ne.θi̪̜.en̪.to̞] (Ισπανικά, [desva.neθiˈmjento]).
Η λέξη desvanecimiento αναφέρεται στη διαδικασία ή κατάσταση κατά την οποία κάτι απομακρύνεται, σβήνει ή εξαφανίζεται σταδιακά. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε ένα επεισόδιο ζαλάδας ή λιποθυμίας. Χρησιμοποιείται συχνά και στις δυο μορφές, προφορικά και γραπτά, αν και οι επιστημονικές και ιατρικές αναφορές μπορεί να είναι πιο κοινές στο γραπτό λόγο.
El desvanecimiento de la luz al atardecer es hermoso.
Η εξαφάνιση του φωτός κατά το ηλιοβασίλεμα είναι όμορφη.
El desvanecimiento temporal de la conciencia puede ser grave.
Η προσωρινή διακοπή της συνείδησης μπορεί να είναι σοβαρή.
El desvanecimiento de los recuerdos ocurre con el tiempo.
Η εξαφάνιση των αναμνήσεων συμβαίνει με το χρόνο.
Η λέξη desvanecimiento δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες προτάσεις για να περιγράψει μεταφορικές καταστάσεις.
Siento un desvanecimiento de mi motivación.
Νιώθω ότι η κινητοποίησή μου ξεθωριάζει.
El desvanecimiento de la esperanza puede ser doloroso.
Η εξαφάνιση της ελπίδας μπορεί να είναι επώδυνη.
Hay un desvanecimiento en las relaciones humanas cuando no hay comunicación.
Υπάρχει ένα ξεθώριασμα στις ανθρώπινες σχέσεις όταν δεν υπάρχει επικοινωνία.
Η λέξη desvanecimiento προέρχεται από το ρήμα desvanecer, που σημαίνει "να σβήνω" ή "να εξαφανίζω", μαζί με το επίθημα -imiento, που δηλώνει την κατάσταση ή την διαδικασία της πράξης.
Συνώνυμα: - desmaterialización (αποϋλοποίηση) - desaparición (εξαφάνιση)
Αντώνυμα: - aparición (εμφάνιση) - consolidación (εδραίωση)