Η λέξη desviar χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει τη δράση της παρεκκλίνουσας κατεύθυνσης από μία πορεία ή σοδό. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση της κυμαίνεται από καθημερινές συνομιλίες έως πιο επίσημα κείμενα σχετικά με τη μεταφορά ή την κατεύθυνση.
El tráfico se desvía por un accidente en la carretera.
Η κυκλοφορία εκτρέπεται λόγω ενός ατυχήματος στον δρόμο.
Tienes que desviar la mirada si no quieres ver lo que pasa.
Πρέπει να απομακρύνεις το βλέμμα σου αν δεν θέλεις να δεις τι συμβαίνει.
El río se desvió de su curso natural debido a la construcción.
Ο ποταμός αποκλίθηκε από την φυσική του πορεία λόγω της κατασκευής.
Η λέξη desviar είναι συχνά παρούσα σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Αυτή πάντα αποσπά την προσοχή όταν δεν θέλει να απαντήσει.
Desviar la conversación
Προσπάθησα να αποκλίνω τη συζήτηση προς πιο ευχάριστα θέματα.
Desviar el foco
Μερικές φορές είναι καλό να αποκλίνουμε την προσοχή από την κριτική και να επικεντρωνόμαστε στα θετικά.
Desviar la culpa
Η λέξη desviar προέρχεται από το λατινικό deviare, το οποίο είναι ένα σύνθετο της πρόθεσης de- (από) και του ρήματος viare (περπατώ, ταξιδεύω).
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης desviar στην ισπανική γλώσσα.