desvio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

desvio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "desvio" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /desˈβi.o/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "desvio" αναφέρεται στην πράξη ή το αποτέλεσμα της παρέκκλισης, εκτροπής ή απόκλισης από μία κανονική διαδρομή, πορεία ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η γεωγραφία, η κυκλοφορία και η ψυχολογία. Στη γλώσσα των ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο με σχετική συχνότητα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El desvío en la carretera causó un gran retraso."
  2. "Η εκτροπή στον δρόμο προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση."

  3. "El desvío de la atención puede ser perjudicial para el aprendizaje."

  4. "Η παρέκκλιση της προσοχής μπορεί να είναι επιβλαβής για τη μάθηση."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "desvio" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που αποτυπώνουν την έννοια της παρέκκλισης ή της αλλαγής πορείας.

  1. "Tomar un desvío" (Λαμβάνω μια παρέκκλιση) σημαίνει να αλλάξω την κατεύθυνση ή το σχέδιο σε κάτι άλλο.
  2. "A veces es necesario tomar un desvío en la vida."
  3. "Μερικές φορές είναι απαραίτητο να λάβεις μια παρέκκλιση στη ζωή."

  4. "Un desvío en la conversación" (Μια παρέκκλιση στην συζήτηση) αναφέρεται σε αλλαγή θέματος ή κατεύθυνσης στην συζήτηση.

  5. "Siempre hay un desvío en la conversación cuando mi amigo empieza a hablar de política."
  6. "Πάντα υπάρχει μια παρέκκλιση στην συζήτηση όταν ο φίλος μου αρχίζει να μιλάει για πολιτική."

  7. "El desvío de recursos" (Η παρέκκλιση πόρων) αναφέρεται στην ανακατεύθυνση πόρων από τον αρχικό σκοπό τους.

  8. "El desvío de recursos públicos puede generar problemas en la administración."
  9. "Η παρέκκλιση δημόσιων πόρων μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην διοίκηση."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "desvio" προέρχεται από το ρήμα "desviar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "deviāre", που σημαίνει "παρέκκλιση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Alteración (αλλαγή) - Desviación (παρέκλιση) - Deslocamiento (απομάκρυνση)

Αντώνυμα: - Conformidad (συμμόρφωση) - Rectitud (ευθύτητα) - Dirección (κατεύθυνση)



22-07-2024