Η λέξη "desvio" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /desˈβi.o/
Η λέξη "desvio" αναφέρεται στην πράξη ή το αποτέλεσμα της παρέκκλισης, εκτροπής ή απόκλισης από μία κανονική διαδρομή, πορεία ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η γεωγραφία, η κυκλοφορία και η ψυχολογία. Στη γλώσσα των ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο με σχετική συχνότητα.
"Η εκτροπή στον δρόμο προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση."
"El desvío de la atención puede ser perjudicial para el aprendizaje."
Η λέξη "desvio" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που αποτυπώνουν την έννοια της παρέκκλισης ή της αλλαγής πορείας.
"Μερικές φορές είναι απαραίτητο να λάβεις μια παρέκκλιση στη ζωή."
"Un desvío en la conversación" (Μια παρέκκλιση στην συζήτηση) αναφέρεται σε αλλαγή θέματος ή κατεύθυνσης στην συζήτηση.
"Πάντα υπάρχει μια παρέκκλιση στην συζήτηση όταν ο φίλος μου αρχίζει να μιλάει για πολιτική."
"El desvío de recursos" (Η παρέκκλιση πόρων) αναφέρεται στην ανακατεύθυνση πόρων από τον αρχικό σκοπό τους.
Η λέξη "desvio" προέρχεται από το ρήμα "desviar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "deviāre", που σημαίνει "παρέκκλιση".
Συνώνυμα: - Alteración (αλλαγή) - Desviación (παρέκλιση) - Deslocamiento (απομάκρυνση)
Αντώνυμα: - Conformidad (συμμόρφωση) - Rectitud (ευθύτητα) - Dirección (κατεύθυνση)