Το "desvirtuar" είναι ένα ρήμα που ανήκει στην κατηγορία των αδιατάκτων (αμετάβατα) ρημάτων.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [des.biɾˈtwaɾ]
Η λέξη "desvirtuar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της αποδυνάμωσης, αλλοίωσης ή εξάλειψης μιας αρχικής αξίας ή σημασίας. Στον νόμο, μπορεί να αναφέρεται στην προσπάθεια να διαστρεβλωθούν πληροφορίες ή αποδείξεις. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό.
Es importante no desvirtuar los hechos en un juicio.
(Είναι σημαντικό να μην αλλοιώνουμε τα γεγονότα σε μια δίκη.)
La propaganda puede desvirtuar la realidad de lo que sucede.
(Η προπαγάνδα μπορεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα του τι συμβαίνει.)
Η λέξη "desvirtuar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
No dejemos que la crítica desvirtuar el objetivo principal.
(Μην αφήσουμε την κριτική να αλλοιώσει τον κύριο στόχο.)
La manipulación de información puede desvirtuar la opinión pública.
(Η χειραγώγηση πληροφοριών μπορεί να αλλοιώσει την κοινή γνώμη.)
A veces, los rumores pueden desvirtuar la verdadera intención de alguien.
(Μερικές φορές, οι φήμες μπορούν να αλλοιώσουν την πραγματική πρόθεση κάποιου.)
Η λέξη "desvirtuar" προέρχεται από το πρόθεμα "des-" που υποδηλώνει απομάκρυνση ή αντίθεση, συνδυασμένο με "virtuar" που προέρχεται από τη λέξη "virtud" (αρετή), υπονοώντας την αφαίρεση της αρετής ή της αξίας.
Συνώνυμα:
- desnaturalizar
- distorsionar
- falsear
Αντώνυμα:
- fortalecer
- validar
- confirmar