Ο όρος detallista είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: [de.taˈʝis.ta]
Η λέξη detallista αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια επιχείρηση που ασχολείται με τη λιανική πώληση προϊόντων. Στη γλώσσα των οικονομικών, ο λιανοπωλητής είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της διανομής, που πουλά προϊόντα απευθείας στους καταναλωτές.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή, κυρίως στο γραπτό περιβάλλον, όπως σε εταιρικές εκθέσεις ή οικονομικές αναλύσεις, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
La tienda tiene un detallista muy amable que siempre ayuda a los clientes.
(Το κατάστημα έχει έναν πολύ ευγενικό λιανοπωλητή που πάντα βοηθά τους πελάτες.)
El detallista decidió ofrecer descuentos por la temporada navideña.
(Ο λιανοπωλητής αποφάσισε να προσφέρει εκπτώσεις για την εορταστική περίοδο.)
Η λέξη detallista μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το εμπόριο και την πώληση:
- Un detallista que sabe escuchar a sus clientes siempre tendrá éxito.
(Ένας λιανοπωλητής που ξέρει να ακούει τους πελάτες του θα έχει πάντα επιτυχία.)
Ser detallista en los precios puede atraer más clientes.
(Το να είσαι σχολαστικός στις τιμές μπορεί να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.)
Los detallistas deben adaptarse a las tendencias del mercado.
(Οι λιανοπωλητές πρέπει να προσαρμοστούν στις τάσεις της αγοράς.)
Un buen detallista nunca subestima el poder del servicio al cliente.
(Ένας καλός λιανοπωλητής ποτέ δεν υποτιμά τη δύναμη της εξυπηρέτησης πελατών.)
Η λέξη detallista προέρχεται από το γαλλικό «détail» που σημαίνει λεπτομέρεια, αναφερόμενη στην πώληση μεμονωμένων μονάδων προϊόντων.
Συνώνυμα: - Comerciante (έμπορος) - Minorista (λιανικός έμπορος)
Αντώνυμα: - Mayorista (χονδρέμπορος) - Distribuidor (διανομέας)