Το "detectar" είναι ρήμα.
/detɛkˈtaɾ/
Η λέξη "detectar" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά με την έννοια του να ανακαλύπτεις ή να εντοπίζεις κάτι, συνήθως με την εφαρμογή κάποιου είδους ανάλυσης ή παρατήρησης. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η νομική, η στρατιωτική και η τεχνική, για να αναφέρεται στην αναγνώριση ή ανίχνευση συγκεκριμένων γεγονότων ή αντικειμένων.
Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά δεν απουσιάζει ούτε από τον προφορικό.
El equipo logró detectar las fallas en el sistema.
(Η ομάδα κατάφερε να εντοπίσει τις βλάβες στο σύστημα.)
Es fundamental detectar los problemas antes de que se agraven.
(Είναι θεμελιώδες να ανιχνεύσουμε τα προβλήματα πριν αυτά επιδεινωθούν.)
Los sensores están diseñados para detectar movimiento.
(Οι αισθητήρες είναι σχεδιασμένοι να ανιχνεύουν κίνηση.)
Η λέξη "detectar" μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι σημαντικό να ανιχνεύουμε τα λάθη έγκαιρα.
Detectar una amenaza.
(Εντοπίστε μια απειλή.)
Οι αρχές πρέπει να εντοπίσουν άμεσα οποιαδήποτε απειλή.
Detectar el fraude.
(Ανίχνευση της απάτης.)
Όλες οι εταιρείες πρέπει να ελέγχουν τα συστήματά τους για ανίχνευση απάτης.
Detectar patrones.
(Ανίχνευση προτύπων.)
Είναι χρήσιμο να ανιχνεύουμε πρότυπα στα δεδομένα μας.
Detectar el olor.
(Ανίχνευση της οσμής.)
Η λέξη "detectar" προέρχεται από το λατινικό "detectar", που σημαίνει "καταγράφω, αποκαλύπτω", και εξελίχθηκε μέσα από τη διαδικασία της ανάπτυξης της ροής της γλώσσας.
descubrir (ανακαλύπτω)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "detectar" στα Ισπανικά.