Η λέξη "detective" είναι ουσιαστικό.
/dɪˈtɛktɪv/
Η λέξη "detective" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι εκπαιδευμένο να ερευνά εγκλήματα ή να συλλέγει πληροφορίες για διάφορους σκοπούς, κυρίως στον τομέα της ασφάλειας ή της δικαιοσύνης. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της αστυνομίας, αλλά και σε ιδιωτικές έρευνες. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλότερη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε βιβλία και ταινίες αστυνομικού μυθιστορήματος.
Ο ντετέκτιβ έλυσε την υπόθεση σε μόλις μια εβδομάδα.
Los policías contrataron a un detective privado para investigar el asunto.
Οι αστυνομικοί προσέλαβαν έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να ερευνήσει το θέμα.
El detective encontró pistas cruciales que llevaron al arresto del culpable.
Η λέξη "detective" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Να είσαι σε "λειτουργία ντετέκτιβ" (δηλαδή, να είσαι προσεκτικός και παρατηρητικός).
Detective por un día.
Ντετέκτιβ για μια μέρα (συχνά αναφέρεται σε άτομα που δοκιμάζουν μια κατάσταση ως ντετέκτιβ για διασκέδαση).
Sigue la pista como un buen detective.
Ακολούθησε το ίχνος σαν ένας καλός ντετέκτιβ.
El instinto de un detective nunca falla.
Η λέξη "detective" προέρχεται από τα λατινικά "detectivus", που σημαίνει "αποκαλυπτικός", και το ρήμα "detectus", που σημαίνει "να αποκαλυφθεί".
Συνώνυμα: - investigador (ερευνητής) - indagador (ερευνητής)
Αντώνυμα: - sospechoso (ύποπτος) - για την έννοια ότι ένας ερευνητής αναζητά αλήθειες, εντούτοις, κάποιος που είναι ύποπτος μπορεί να κρύβει αλήθειες.