Ρήμα
/deteˈneɾ/
Η λέξη "detener" στα Ισπανικά σημαίνει "σταματώ" ή "καταστέλλω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της παύσης ή διακοπής μιας κίνησης, δραστηριότητας ή διαδικασίας. Φαίνεται σε διάφορες περιστάσεις, από την καθημερινή ομιλία έως και νομικές ή στρατιωτικές καταστάσεις. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή και ενδέχεται να χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
(Ο αστυνομικός έπρεπε να σταματήσει τον ύποπτο στη γωνία.)
Necesitamos detener la producción hasta que resolvamos el problema.
(Πρέπει να σταματήσουμε την παραγωγή μέχρι να λύσουμε το πρόβλημα.)
Durante la guerra, es importante detener los ataques innecesarios.
Η λέξη "detener" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Μερικές φορές θα ήθελα να μπορώ να σταματήσω τον χρόνο και να απολαύσω αυτές τις στιγμές.)
Detenerse a pensar
(Είναι σημαντικό να σταματήσουμε και να σκεφτούμε πριν πάρουμε μια απόφαση.)
Detener el avance
(Οι διαπραγματεύσεις προσπάθησαν να σταματήσουν την πρόοδο της σύγκρουσης.)
Detener la circulación
(Αποφασίστηκε να σταματήσει η κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης λόγω της παρέλασης.)
Detener el ruido
Η λέξη "detener" προέρχεται από το λατινικό "detenēre", που σημαίνει "κρατώ" ή "συγκρατώ".
Συνώνυμα: - parar (σταματώ) - cesar (παύω)
Αντώνυμα: - continuar (συνεχίζω) - avanzar (προχωρώ)