Η λέξη "detenimiento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "detenimiento" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /deteniˈmiento/.
Η λέξη "detenimiento" μεταφράζεται στα Ελληνικά κυρίως ως: - διακοπή - παύση - κράτηση (σε νομικό πλαίσιο)
Η λέξη "detenimiento" αναφέρεται στη διαδικασία της διακοπής ή της παύσης μιας ενέργειας, ή στην κατάσταση όπου κάποιος ή κάτι κρατείται. Στη χρήση της, μπορεί να αναφέρεται σε νομικές καταστάσεις ή σε πιο γενικές διακοπές διαφόρων ειδών. Υπάρχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης στον προφορικό λόγο, κυρίως εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα, νομικές ή επίσημες συζητήσεις.
Η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη του υπόπτου.
El detenimiento de las obras fue necesario por razones de seguridad.
Η διακοπή των έργων ήταν αναγκαία για λόγους ασφαλείας.
Se pidió un detenimiento en el juicio para revisar las pruebas.
Η λέξη "detenimiento" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με τη νομική γλώσσα ή τις διαδικασίες:
Σε κάθε δίκη, είναι συνηθισμένο να ζητάς μια παύση για να μπορείς να αναλύσεις καλύτερα την κατάσταση.
"Estar en estado de detenimiento"
Μετά τη σύλληψη, αυτός βρισκόταν σε κατάσταση κράτησης για αρκετές ώρες.
"Imponer un detenimiento"
Η λέξη "detenimiento" προέρχεται από το ρήμα "detener" το οποίο σημαίνει "να σταματήσει" ή "να κρατήσει". Αυτό το ρήμα έχει λατινικές ρίζες από το "detenere", που σημαίνει "να κρατήσει πίσω".