detenimiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

detenimiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "detenimiento" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "detenimiento" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /deteniˈmiento/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "detenimiento" μεταφράζεται στα Ελληνικά κυρίως ως: - διακοπή - παύση - κράτηση (σε νομικό πλαίσιο)

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "detenimiento" αναφέρεται στη διαδικασία της διακοπής ή της παύσης μιας ενέργειας, ή στην κατάσταση όπου κάποιος ή κάτι κρατείται. Στη χρήση της, μπορεί να αναφέρεται σε νομικές καταστάσεις ή σε πιο γενικές διακοπές διαφόρων ειδών. Υπάρχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης στον προφορικό λόγο, κυρίως εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα, νομικές ή επίσημες συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La policía realizó el detenimiento del sospechoso.
  2. Η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη του υπόπτου.

  3. El detenimiento de las obras fue necesario por razones de seguridad.

  4. Η διακοπή των έργων ήταν αναγκαία για λόγους ασφαλείας.

  5. Se pidió un detenimiento en el juicio para revisar las pruebas.

  6. Ζητήθηκε μια παύση στη δίκη για να εξεταστούν τα αποδεικτικά στοιχεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "detenimiento" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με τη νομική γλώσσα ή τις διαδικασίες:

  1. "Pedir un detenimiento"
  2. Ζητώ μια παύση.
  3. Σε κάθε δίκη, es común pedir un detenimiento para poder analizar mejor la situación.
  4. Σε κάθε δίκη, είναι συνηθισμένο να ζητάς μια παύση για να μπορείς να αναλύσεις καλύτερα την κατάσταση.

  5. "Estar en estado de detenimiento"

  6. Είμαι σε κατάσταση κράτησης.
  7. Después del arresto, él estuvo en estado de detenimiento durante varias horas.
  8. Μετά τη σύλληψη, αυτός βρισκόταν σε κατάσταση κράτησης για αρκετές ώρες.

  9. "Imponer un detenimiento"

  10. Επιβάλλω μια παύση.
  11. El juez decidió imponer un detenimiento en el proceso judicial.
  12. Ο δικαστής αποφάσισε να επιβάλει μια παύση στη δικαστική διαδικασία.

Ετυμολογία

Η λέξη "detenimiento" προέρχεται από το ρήμα "detener" το οποίο σημαίνει "να σταματήσει" ή "να κρατήσει". Αυτό το ρήμα έχει λατινικές ρίζες από το "detenere", που σημαίνει "να κρατήσει πίσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024