Το "detentar" είναι ρήμα.
/detenˈtar/
Το "detentar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να κατέχεις" ή "να ελέγχεις" κάτι, κυρίως σε νομικό ή πολιτικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαχείριση ή την κατοχή εξουσίας, δικαιωμάτων ή περιουσίας. Είναι πιο κοινό στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά ή πολιτικά κείμενα.
Ο κατηγορούμενος κατέχει μια μεγάλη περιουσία.
Es ilegal detentar armas sin permiso.
Είναι παράνομο να κατέχεις όπλα χωρίς άδεια.
El gobierno detenta el control sobre los recursos naturales.
Η λέξη "detentar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαχείριση ή τον έλεγχο ενός πολιτικού ή οργανωτικού συστήματος.)
Detentar los derechos.
(Αναφέρεται στην κατοχή ή την επιβολή δικαιωμάτων, όπως πνευματικής ιδιοκτησίας ή νομικών δικαιωμάτων.)
Detentar una posición.
Η λέξη "detentar" προέρχεται από το λατινικό "detentare", που σημαίνει "να κρατάς ή να συγκρατείς".