detentar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

detentar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "detentar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/detenˈtar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση της λέξης

Το "detentar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να κατέχεις" ή "να ελέγχεις" κάτι, κυρίως σε νομικό ή πολιτικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαχείριση ή την κατοχή εξουσίας, δικαιωμάτων ή περιουσίας. Είναι πιο κοινό στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά ή πολιτικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El acusado detenta una gran fortuna.
  2. Ο κατηγορούμενος κατέχει μια μεγάλη περιουσία.

  3. Es ilegal detentar armas sin permiso.

  4. Είναι παράνομο να κατέχεις όπλα χωρίς άδεια.

  5. El gobierno detenta el control sobre los recursos naturales.

  6. Η κυβέρνηση ελέγχει τους φυσικούς πόρους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "detentar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Detentar el poder.
  2. Κατέχω την εξουσία.
  3. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαχείριση ή τον έλεγχο ενός πολιτικού ή οργανωτικού συστήματος.)

  4. Detentar los derechos.

  5. Κατέχω τα δικαιώματα.
  6. (Αναφέρεται στην κατοχή ή την επιβολή δικαιωμάτων, όπως πνευματικής ιδιοκτησίας ή νομικών δικαιωμάτων.)

  7. Detentar una posición.

  8. Κατέχω μια θέση.
  9. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατοχή μιας θέσης ή αξιώματος, συνήθως σε επαγγελματικό ή πολιτικό πλαίσιο.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "detentar" προέρχεται από το λατινικό "detentare", που σημαίνει "να κρατάς ή να συγκρατείς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024