Η λέξη detergente είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά: /de.terˈxen.te/
Η λέξη detergente αναφέρεται σε μια ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό, κυρίως για την αφαίρεση λεκέδων ή ρύπων από διάφορες επιφάνειες. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα των οικιακών καθαριστικών, αρκεί να σημειωθεί ότι τα απορρυπαντικά είναι συνήθως χημικές ενώσεις που βοηθούν στη διαδικασία του καθαρισμού στα υγρά προϊόντα.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές λόγου, αλλά είναι πιο συχνά παρουσιαζόμενη σε γραπτές επικοινωνίες, όπως σε διαφημίσεις προϊόντων ή οδηγίες χρήσης.
"Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείτε ένα ειδικό απορρυπαντικό για να πλένετε τα ευαίσθητα ρούχα."
"El detergente ecológico es mejor para el medio ambiente."
"Το οικολογικό απορρυπαντικό είναι καλύτερο για το περιβάλλον."
"Siempre compro un detergente que sea efectivo contra las manchas."
Η λέξη detergente δεν είναι συνήθως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες μορφές στον προφορικό και γραπτό λόγο σχετικά με την καθαριότητα ή τη φροντίδα για τα ρούχα.
"Δεν υπάρχει απορρυπαντικό που να αφαιρεί τελείως τους δύσκολους λεκέδες."
"Usar el detergente correcto puede marcar la diferencia."
"Η χρήση του σωστού απορρυπαντικού μπορεί να κάνει τη διαφορά."
"Asegúrate de que el detergente esté almacenado en un lugar seguro."
Η λέξη detergente προέρχεται από το λατινικό detergere, που σημαίνει "να καθαρίσεις" ή "να προσπαθήσεις να αφαιρέσεις".
Αυτή η ανάλυση παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη λέξη detergente στην ισπανική γλώσσα, τις έννοιες που της αποδίδονται καθώς και τη χρήση της.