Το "deteriorar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /deteɾioˈɾaɾ/
Η λέξη "deteriorar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία κάτι γίνεται χειρότερο σε κατάσταση, ποιότητα ή αξία. Συνήθως αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα ή καταστάσεις, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο αφηρημένες έννοιες όπως η φήμη ή η υγεία. Στην ισπανική γλώσσα, συναντάται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, και η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή.
Η έλλειψη συντήρησης μπορεί να επιδεινώσει τα παλιά κτίρια.
El impacto ambiental está deteriorando la calidad del aire en la ciudad.
Η περιβαλλοντική επιρροή χειροτερεύει την ποιότητα του αέρα στην πόλη.
Las malas decisiones pueden deteriorar la reputación de una empresa.
Η έλλειψη επικοινωνίας μπορεί να επιδεινώσει τη σχέση μεταξύ φίλων.
Deteriorar la confianza: Να χαλάσει την εμπιστοσύνη.
Οι φήμες μπορούν να χαλάσουν την εμπιστοσύνη σε μια ομάδα.
Deteriorar la salud: Να χειροτερέψει την υγεία.
Η λέξη "deteriorar" προέρχεται από το λατινικό "deterior", το οποίο σημαίνει "χειρότερος". Το πρόθεμα "de-" δηλώνει μια διαδικασία ή κατεύθυνση προς το "χαλάρωμα" ή "καθήλωση".
Συνώνυμα: - Empeorar (να χειροτερέψει) - Desmejorar (να επιδεινωθεί) - Degradar (να υποβαθμιστεί)
Αντώνυμα: - Mejorar (να βελτιωθεί) - Aumentar (να αυξηθεί) - Progresar (να προοδεύσει)