deterioro είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Фωνητική μεταγραφή της λέξης deterioro στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [deteɾiˈoɾo].
Η λέξη deterioro μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - καταστροφή - παρακμή - φθορά
Η λέξη deterioro αναφέρεται σε κατάσταση φθοράς ή επιδείνωσης. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως η ιατρική (για την κατάσταση της υγείας), η νομική (για την κατάσταση περιουσίας ή δικαιωμάτων), και ο στρατός (για εξοπλισμό ή στρατηγική). Παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης σε γραπτό κείμενο, αν και δεν απουσιάζει και από τον προφορικό λόγο.
El deterioro del medio ambiente es un problema grave.
Η φθορά του περιβάλλοντος είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.
El deterioro de su salud fue evidente en los últimos meses.
Η επιδείνωση της υγείας του ήταν εμφανής τους τελευταίους μήνες.
El deterioro de las infraestructuras requiere atención inmediata.
Η καταστροφή των υποδομών απαιτεί άμεση προσοχή.
Η λέξη deterioro δεν είναι συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε διάφορες φράσεις που δείχνουν πρόοδο ή επιδείνωση.
El deterioro de la relación fue gradual.
Η φθορά της σχέσης ήταν σταδιακή.
Un deterioro en la calidad puede llevar a problemas.
Μια φθορά στην ποιότητα μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα.
El deterioro del sistema de salud es preocupante.
Η επιδείνωση του συστήματος υγείας είναι ανησυχητική.
Ante el deterioro económico, se requieren medidas urgentes.
Αντιμέτωποι με την οικονομική παρακμή, απαιτούνται επείγουσες μέτρα.
Η λέξη deterioro προέρχεται από το λατινικό "deterior" που σημαίνει "χειρότερος", το οποίο προέρχεται από το πρόθεμα "de-" και τη ρίζα "terius".
declive (παρακμή)
Αντώνυμα: