Η λέξη "determinante" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή είναι: [deteɾmiˈnante]
Η λέξη "determinante" χρησιμοποιείται για να καθορίσει κάτι που έχει αποφασιστική σημασία στην εξέλιξη ή την κατάσταση ενός θέματος. Στην γραμματική, μπορεί να αναφέρεται σε έναν προσδιοριστή (ορισμένο ή αόριστο άρθρο), ενώ στη μαθηματική θεωρία μπορεί να σημαίνει τον προσδιοριστή ενός πίνακα.
Η λέξη είναι σχετικά συχνή στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά ή θεσμικά κείμενα.
Ο καθοριστικός παράγοντας σε έναν πίνακα βοηθά στην επίλυση συστημάτων εξισώσεων.
En esta oración, "el" es un determinante.
Σε αυτή την πρόταση, το "ο" είναι ένας προσδιοριστής.
Encontrar el determinante de la función es crucial para su análisis.
Η λέξη "determinante" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες εκφράσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί με μεταφορική σημασία ή σε εξειδικευμένα πλαίσια:
Ένας καθοριστικός παράγοντας στην απόφαση.
Los determinantes del éxito.
Οι καθοριστικοί παράγοντες της επιτυχίας.
Dependemos de un juicio determinante.
Η λέξη "determinante" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "determinare", που σημαίνει "καθορίζω".